κοσμηματοποιός

κοσμηματοποιός
ο
αυτός που κατασκευάζει κοσμήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοσμηματοποιός — ο 1. αυτός που κατασκευάζει κοσμήματα 2. αυτός που κατασκευάζει αντικείμενα για διακόσμηση επίπλων, οικιών κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • κοσμηματοποιία — η η τέχνη τού κοσμηματοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Δανιήλ Φιλιππίδη] …   Dictionary of Greek

  • Νταλί, Σαλβαντόρ — (Salvador Dali, Φιγκέρας, Βαρκελώνη 1904 – 1989). Ισπανός ζωγράφος, συγγραφέας, κοσμηματοποιός και σκηνογράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία της Μαδρίτης (1921 24) και το 1928 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1929 προσχώρησε στο κίνημα των υπερρεαλιστών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”